- υποσκέλισμα
- -ίσματος, τὸ, Α [ὑποσκελίζω]ανατροπή με υποσκελισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσκελίσματι — ὑποσκέλισμα fall given by tripping up neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδροστρόφος — ἑδροστρόφος, ο (Α) παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του με υποσκέλισμα … Dictionary of Greek